- καρβουνιάζω
- [κάρβουνο]1. μεταβάλλω κάτι σε κάρβουνο, απανθρακώνω2. παρασκευάζω κάρβουνα3. (αμτβ.) γίνομαι κάρβουνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρβουνιάζω — καρβουνιάζω, καρβούνιασα, καρβουνιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καρβουνιάζω — καρβούνιασα, καρβουνιάστηκα, καρβουνιασμένος 1. μεταβάλλω κάτι σε κάρβουνο: Το καρβούνιασες το κρέας. 2. γίνομαι κάρβουνο: Καρβούνιασε το ψωμί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρβούνιασμα — το [καρβουνιάζω] 1. ανθρακοποίηση, απανθράκωση, η καύση τών ξύλων και η μετατροπή τους σε κάρβουνα 2. το μαύρισμα με κάρβουνα, ασβόλωση … Dictionary of Greek